τέσσερες

English (LSJ)

οἱ, αἱ, -ρα, τά, Ion. and later Gr. for τέσσαρες (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1096] οἱ, αἱ, τέσσερα, τά, ion. st. τέσσαρες, Her.

French (Bailly abrégé)

v. τέσσαρες.

Greek Monolingual

τέσσερα, Α
ιων. τ. (απόλ. αριθμτ.) βλ. τέσσερεις.