τέτρομος
English (LSJ)
ὁ, = τρόμος, Hp. ap. Gal.19.146, A.D.Pron.58.12, Hdn. Gr.2.190, Hsch.; cf. τέτραμος.
German (Pape)
[Seite 1100] ὁ, = τρόμος, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τέτρομος: ὁ, = τρόμος, Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 334Α, Ἐτυμολ. Μέγ. 560, 32, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
τρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τέτραμος, κατ' επίδραση του τρόμος.