ταίρι

Greek Monolingual

το, Ν
1. το ένα από τα δύο μέρη ζεύγους («το ταίρι της κάλτσας»)
2. συνεκδ. σύντροφος ή σύζυγος
3. φρ. α) «δεν έχει [το] ταίρι [του]» — δεν έχει όμοιό του, υπερέχει, ξεχωρίζει
β) «έγιναν ταίρι» — έγιναν ζευγάρι ή φίλοι
γ) «έχασε το ταίρι του» — έχασε τον σύζυγο ή τον φίλο ή τον συνεργάτη του
δ) «πάνε ταίρι ταίρι» — είναι μαζί, είναι αχώριστοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑταῖρος, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. εταίριον, με τροπή του αρκτικού -ε- σε -ι- από τη συνεκφορά της λ. με το άρθρο στον πληθ.: τα εταίρια < τα ιταίρια και στη συνέχεια σίγηση του -ι-].