ταινιοειδής

English (LSJ)

ταινιοειδές, ribbon-like, ἱμάς Hp.Art.47, cf. Thphr. HP 4.6.2.

Greek (Liddell-Scott)

ταινιοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ταινίαν ἢ ἀνάδεσμον κεφαλῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 2.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με ταινία
2. φρ. «ταινιοειδής πυρήνας»
ανατ. το προτείχισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -ειδής].