ταλαιπωρώ
Greek Monolingual
ταλαιπωρῶ, -έω, ΝΜΑ ταλαίπωρος
1. κάνω κάποιον να υποφέρει σωματικά ή ψυχικά, καταπονώ, βασανίζω (α. «αυτή η αρρώστια τον ταλαιπωρεί χρόνια τώρα» β. «ὁ πόλεμος πάντας τρόπους τεταλαιπώρηκεν ἡμᾶς», Ισοκρ.)
2. παθ. ταλαιπωρούμαι και ταλαιπωροῦμαι, -έομαι
α) υφίσταμαι ταλαιπωρίες
β) καταπονούμαι, εξαντλούμαι
αρχ.
1. (με δοτ.) υποφέρω από κάτι («ἐλπίσι κεναῖς ταλαιπωρεῖν», Πολύστρ.)
2. (με απρμφ.) ενδίδω στο να κάνω κάτι, υποτάσσομαι
3. (αμτβ.) υπομένω κόπους και βάσανα.