ταμιεύς

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
c. ταμίας.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Μ
καταστηματάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. ταμιεύω.