καταστηματάρχης
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
ο
ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής εμπορικού καταστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστημα, -τος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, τελετάρχης].