Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ταμπέλα
Greek Monolingual
η, Ν 1.πινακίδα 2.φρ. «του κόλλησαν την ταμπέλα» — τον χαρακτήρισαν και, μάλιστα, αρνητικά, του κόλλησαν τη ρετσινιά, τον συκοφάντησαν. [ΕΤΥΜΟΛ.< ιταλ. tabella].