πινακίδα
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Greek Monolingual
η / πινακίς, -ίδος, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. μικρή πλάκα, ξύλινη ή μεταλλική, πάνω σε θύρα, τοίχο, διάδρομο, συρτάρι, δρόμο, διασταύρωση, η οποία φέρει επιγραφή, η ταμπέλα
2. ειδικό πλαίσιο με τον αριθμό κυκλοφορίας οχήματος
μσν.-αρχ.
μικρό πινάκιο, δέλτος για γραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, -ακος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ανθεμίς)].