ταμπούρι
Greek Monolingual
το, Ν
1. διάταξη στρατιωτικής μονάδας στην περίμετρο ενός τετραγώνου με σκοπό την ολόπλευρη άμυνα
2. αμυντικό προπέτασμα, χαράκωμα, προμαχώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabur «τάγμα»].
το, Ν
1. διάταξη στρατιωτικής μονάδας στην περίμετρο ενός τετραγώνου με σκοπό την ολόπλευρη άμυνα
2. αμυντικό προπέτασμα, χαράκωμα, προμαχώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabur «τάγμα»].