ταξίφυλλος

English (LSJ)

[ῐ], ον, with leaves set in rows, Thphr. HP 1.10.8, prob. in 3.18.8.

German (Pape)

[Seite 1069] mit geordneten Blättern, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ταξίφυλλος: -ον, οὗ τὰ φύλλα φύονται κατὰ τάξιν, οὐχὶ ἀτάκτως, ὡς δ’ ἐπὶ τὸ πᾶν τὰ πολύφυλλα ταξίφυλλα καθάπερ μύρρινος, τὰ δ’ ἄτακτα καὶ ὡς ἔτυχε καθάπερ σχεδὸν τὰ πλεῖστα τῶν ἄλλων ἦν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτά) αυτός του οποίου τα φύλλα εκφύονται με τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + -φυλλος (< φύλλον)].