ταξειδεύω

Greek (Liddell-Scott)

ταξειδεύω: ὀρθότ. ταξιδεύω, ἐκστρατεύω, ποιῶ ἐκστρατείαν ἢ ἐκδρομήν, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 445, Πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμανὸν 235, 242, Achmes Ὀνειροκρ. 158, 161, κλπ., ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιόδ. τ. 2, σ. 296.

Greek Monolingual

ΝΜ
(δ. γρφ.) βλ. ταξιδεύω.