ταυρόκολλα

English (LSJ)

ἡ, glue made from bulls' hides, Plb.6.23.3, Dsc.3.87, Antyll. ap. Orib. 10.23.6, Gal.12.832, Paul.Aeg.7.3.

German (Pape)

[Seite 1073] ἡ, Stierleim, Pol. 6, 23, 3.

Russian (Dvoretsky)

ταυρόκολλα:бычачий клей Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόκολλα: ἡ, κόλλα κατεσκευασμένη ἐκ δερμάτων ταύρων, Πολύβ. 6. 23, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 2.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
κόλλα που παρασκευαζόταν από βοδινά δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κόλλα.