ταυρόκολλον
English (LSJ)
τό, = ταυρόκολλα (glue made from bulls' hides), Glossaria.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
ταυρόκολλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυρόκολλα, με αλλαγή γένους].
τό, = ταυρόκολλα (glue made from bulls' hides), Glossaria.
τὸ, ΜΑ
ταυρόκολλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυρόκολλα, με αλλαγή γένους].