[Seite 1074] att. verstärktes ταῦτα, s. οὑτοσί.
att. p. ταῦτα.
ταυτί: intens. к ταῦτα I и II.
ταυτί: ἐπιτεταμένη Ἀττ. αἰτ. ἀντὶ ταῦτα, ἴδε οὗτος Α.
ταυτί: επιτετ. Αττ. αντί ταῦτα, ουδ. πληθ. του οὗτος.