ταυτί

German (Pape)

[Seite 1074] att. verstärktes ταῦτα, s. οὑτοσί.

French (Bailly abrégé)

att. p. ταῦτα.

Russian (Dvoretsky)

ταυτί: intens. к ταῦτα I и II.

Greek (Liddell-Scott)

ταυτί: ἐπιτεταμένη Ἀττ. αἰτ. ἀντὶ ταῦτα, ἴδε οὗτος Α.

Greek Monotonic

ταυτί: επιτετ. Αττ. αντί ταῦτα, ουδ. πληθ. του οὗτος.