οὑτοσί
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
German (Pape)
[Seite 423] αὐτηΐ, τουτί, gen. τουτουΐ u. s. w., plur. οὑτοιΐ, ταυτί, mit verstärkter Hinzeigung, dieserhier, oft bei Att., bes. Ar. u. Plat.; οὑτοσίν vor Vocalen; die Komiker haben im fem. u. neutr., um den Hiatus zu vermeiden, auch αὑτηγί, Ar. Ach. 749, τουτογί, Vesp. 781 Av. 894, oft, ταυταγί, Equ. 492 Av. 171, oft. [Dieses angehängte ι ist immer lang, der vorangchende Diphthong aber wird verkürzt, so daß αὑτηΐ, τουτουΐ Kretiker werden.]
French (Bailly abrégé)
αὑτηΐ, τουτοΐ;
τουτουΐ, ταυτησί, τουτουΐ;
att. c. οὗτος.
Étymologie: οὗτος, -ι.
Greek Monolingual
αυτηί, τουτί (Α οὑτοσί, αὑτηί, τουτί)
(νεοελλ. μόνο το αρσ.) (εκτεταμένος τύπος της δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῦτο με το δεικτ. -ί, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή πράγμα) αυτός εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ούτος].
Greek Monotonic
οὑτοσί: αὑτη-ΐ, τουτ-ί κ.λπ.· η οὗτος επιτετ. με το δεικτικό επίθημα -ὶ [ῑ], αυτός εδώ ο άντρας, Λατ. hic-ce, σε Αριστοφ., Αττ. πεζογραφία· μετά από φωνήεν, ο φθόγγος γ συχνά εντίθεται στη λέξη, αὑτηγί αντί αὑτηΐ γε, ταυταγί αντί ταυταί γε κ.λπ., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
οὑτοσί: (ν), αὑτη-ΐ(ν), τουτ-ί(ν), gen. τουτου-ΐ, τουτησί, τουτουΐ (дифтонги перед ι кратки; αὑτηΐ = αὑτηΐ γε, τουτογί = τουτί γε и т. д.) (intens. к οὗτος) именно вот этот, тот самый Arph., Plat. etc.
Middle Liddell
οὗτος strengthd. by the demonstr. affix -ί [ῑ]]
this man here, Lat. hic-ce, Ar. and Attic Prose: after a vowel, γ is often inserted, αὑτηγί for αὑτηΐ γε, ταυταγί for ταυταί γε, etc., Ar.