Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ταυτώνυμος
Greek Monolingual
-η, -ο / ταὐτώνυμος, -ον, ΝΜΑ 1.ομώνυμος 2.συνώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ.<ταυτ(ο)- + -ώνυμος (<ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ.ομ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].