ταχίων

English (LSJ)

τάφριον, τάχιστος, τάφριστα, v. ταχύς c.

French (Bailly abrégé)

v. ταχύς.

German (Pape)

τάχῑον, Sp. häufig, Kompar. zu ταχύς.

Russian (Dvoretsky)

ταχίων: ион. (= θάσσων) compar. к ταχύς.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχίων: -ιον, τάχιστος, -ιστα, ἴδε ἐν λέξ. ταχὺς Γ.

Greek Monolingual

τάχιον, ΜΑ
(συγκριτ. τ.) βλ. ταχύς.

Greek Monotonic

τᾰχίων: [ῑ], τάχιστος, βλ. ταχύς Γ.