ταχεωστί

English (LSJ)

= ταχέως (quickly, fast), Pherecr. 239 ; cf. μεγαλωστί.

Greek (Liddell-Scott)

ταχεωστί: ταχέως, Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 83, πρβλ. μεγαλωστί, ἱρωστί.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) ταχέως, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ταχέως + επιρρμ. κατάλ. -τί, κατά το μεγαλωστί].