ταχινά

English (LSJ)

v. ταχινός.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχῐνά: adv. проворно, стремительно, тотчас же Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῐνά: ἴδε ταχινός.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) βλ. ταχινός.