ταχινός

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῐνός Medium diacritics: ταχινός Low diacritics: ταχινός Capitals: ΤΑΧΙΝΟΣ
Transliteration A: tachinós Transliteration B: tachinos Transliteration C: tachinos Beta Code: taxino/s

English (LSJ)

ταχινή, ταχινόν, poet. and late Prose for ταχύς, φρένες, ἴουλοι, Theoc.2.7, Call.Jov.56, cf. A.R.2.1044, LXX Wi.13.2, al., 2 Ep.Pet.2.1, Cat.Cod.Astr.1.137, etc.: Sup. ταχινώτατος Arat.289: neut. pl. ταχινά, = τάχα, Theoc.14.40.

German (Pape)

[Seite 1075] poet. statt ταχύς; Ἑρμῆς, Alex. Aet. 5, 11; λαγωσφαγίη, Agath. 28 (VI, 167); πόνος, Arab. 1 (Plan. 39); ταχινά, adverbial, = τάχα.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχῐνός: быстрый, стремительный (φρένες Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῐνός: ἡ, όν, ποιητ. ἀντὶ ταχύς, Θεόκρ. 2. 7, Καλλ. εἰς Δία 56, κλπ.· ὑπερθετ. ταχινώτατος Ἄρατ. 289· - οὐδ. πληθ. ταχινά, = τάχα, Θεόκρ. 14. 40. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ταχινοί· γοργοί».

English (Strong)

from τάχος; curt, i.e. impending: shortly, swift.

English (Thayer)

ταχινή, ταχινόν, from Theocritus down, swift, quick: of events soon to come or just impending, Sirach 18:26).

Greek Monolingual

ή, -ό / ταχινός, -ή, -όν, ΝΑ, και ταχυνός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
1. πρωινός
2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή
α) το πρωινό
β) πρωινή δροσιά, πάχνη
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός
ο πλανήτης Αφροδίτη
αρχ.
ταχύς.
επίρρ...
ταχινά Α
(ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχύς + κατάλ. -ινός κατά το θαμινός, ῥαδινός.

Greek Monotonic

τᾰχῐνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί ταχύς, σε Θεόκρ.· ουδ. πληθ. ταχινά = τάχα, στον ίδ.

Middle Liddell

τᾰχῐνός, ή, όν [poetic for ταχύς, Theocr.] [neut. pl. ταχινά, = τάχα, Theocr.]

Chinese

原文音譯:tacinÒj 他希挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:迅速的
字義溯源:簡短的,即刻,快到,速速,遠遠的,不久,迅速的;源自(τάχος)=急速),而 (τάχος)出自(ταχύς)*=快快的)。參讀 (ὀξύς)同義字
出現次數:總共(2);彼後(2)
譯字彙編
1) 速速的(1) 彼後2:1;
2) 快到了(1) 彼後1:14

French (New Testament)

ή, όν
rapide, agile ; adv. • ταχινά rapidement
ταχύς