ταχυγραφέω

English (LSJ)

write shorthand, Tz. H. 8.267, Eust. 1607.10.

German (Pape)

[Seite 1076] schnell schreiben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυγρᾰφέω: γράφω ταχέως, «προφθάσας σοι κατέλεξα, ταχυγραφῶν ὡς οἶδας» Τζέτζ. 8, 269.