ταχύπομπος
English (LSJ)
ταχύπομπον, quick-sailing, διωγμοί A.Supp.1046 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1076] schnell schickend, schnell geleitend, Aesch. Suppl. 1031.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύπομπος: (ῠ) быстро следующий, т. е. стремительный, быстрый (διωγμοί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύπομπος: -ον, ὁ ταχέως πέμπων ἢ συνοδεύων, διωγμοὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που στέλνει ή συνοδεύει γρήγορα («τί ποτ' εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῖς;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πομπός (πρβλ. ναυσίπομπος)].