ταχύφωνος
English (LSJ)
ταχύφωνον, fastspeaking, Adam.2.56, Polem.Phgn.2.67.
German (Pape)
[Seite 1077] schnell sprechend; Polemo 2, 13; Adamant. Physiogn.
Greek (Liddell-Scott)
ταχύφωνος: -ον, ὁ ταχέως φωνῶν, ὁμιλῶν, Πολέμων Φυσιογν. 2. 13, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μιλάει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύφωνος].