ταὐτολογία
English (LSJ)
ἡ, = ταὐτολόγημα (tautology), DH. Comp. 23, Ph. 1.529, Quint. Inst. 8.3.50 ; pl. in Plu. 2.504d.
German (Pape)
[Seite 1074] ἡ, Wiederholung des bereits Gesagten, Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
redite, tautologie.
Étymologie: ταὐτολόγος.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτολογία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ταυτολογεῖν, λέγειν τὰ αὐτά, Διον. π. Συνθ. 23, Φίλων Ι, 529, 45, κλπ.
Greek Monolingual
η / ταὐτολογία, ΝΜΑ ταὐτολόγος
το να λέει κανείς τα ίδια πράγματα
νεοελλ.
1. (λογ.) πρόταση της οποίας το υποκείμενο και το κατηγορούμενο είναι ή εκφράζουν ίδια έννοια, όπως λ.χ. φως είναι αυτό που φωτίζει
2. (συμβολ. λογ.) πρόταση η οποία, στο πλαίσιο ενός τυπικού συστήματος, είναι αληθής όπως και αν ερμηνευθεί, όπως λ.χ. εάν xείναι κόκκινο, τότε το xείναι έγχρωμο.