ταὐτός

English (LSJ)

ταὐτή, ταὐτόν, identical, in nom. pl. masc. ταὐτοί, Syrian. in Metaph.137.22,25,26, Sch. Theoc.1.56 codd.; τὸ ταὐτό Arist.Metaph. 1054b15; τὸ ταὐτόν Syrian. in Metaph.62.32, al.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτός: ή, ἡμαρτημένα ἀντὶ αὑτός, ή, Ἐκκλ., Σχολ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
(αντων.) ο ίδιος.
επίρρ...
ταὐτῶς Α
με τον ίδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αὐτός, μέσω του ουδ. ταὐτόν < τὸ αὐτόν με κράση].