Ion. 3pl. pf. Pass. of θάπτω, f.l. in Hdt.6.103.
3ᵉ pl. pf. Pass. ion. de θάπτω.
τεθάφᾰται: ион. 3 л. pl. pf. pass. к θάπτω.
τεθάφᾰται: Ἰων. γ΄ πληθ. πρκμ. τοῦ θάπτω, Ἡρόδ. 6. 103.
τεθάφᾰται: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του θάπτω.