τεθλασμένος

Greek Monolingual

η, -ο, Ν
το θηλ. ως ουσ. η τεθλασμένη
μαθημ. συνεχής γραμμή που αποτελείται από διαδοχικά ευθύγραμμα τμήματα με διαφορετική κατεύθυνση το καθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτχ. παθ. παρακμ. τεθλασμένος του ρ. θλῶ].