τεθυωμένος

Greek (Liddell-Scott)

τεθυωμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ θυόω.

English (Autenrieth)

see θυόω.

Greek Monotonic

τεθυωμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του θυόω.

Russian (Dvoretsky)

τεθυωμένος: [part. pf. pass. к θυόω пахучий, душистый (ἔλαιον Hom.; εἵματα Hes.).