τεθυωμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ θυόω.
see θυόω.
τεθυωμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του θυόω.
τεθυωμένος: [part. pf. pass. к θυόω пахучий, душистый (ἔλαιον Hom.; εἵματα Hes.).