τεκνοποίησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = τεκνοποιία, Sch.Il.11.243.

German (Pape)

[Seite 1083] ἡ, = τεκνοποιΐα, s. Lob. Phryn. 513.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοποίησις: ἡ, = τεκνοποιία, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 243.