τεκνοποιία
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ἡ,
A begetting or bearing of children, X.Mem.1.4.7, Lac.1.3, Arist.EN1162a19, Pol.1265a40, 1270a40, Sor.1.87: of animals, Arist.HA589a3; of birds, Plu.2.966d.
II adoption, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοποιία: ἡ, τὸ τεκνοποιεῖν, γεννᾶν τέκνα, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 7, Λακ. 1, 3, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 12, 7, Πολιτικ. 2. 6, 10., 2. 9, 18· - ἐπὶ ζῴων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 11· ἐπὶ πτηνῶν, Πλούτ. 2. 966D.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τεκνοποιός
η τεκνοποίηση
αρχ.
υιοθεσία παιδιού.
Middle Liddell
τεκνοποιΐα, ἡ,
production of children, Xen.,