τεκών

English (LSJ)

aor. part. of τίκτω.

French (Bailly abrégé)

οῦσα, όν :
part. ao.2 de τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

τεκών: οῦσα, όν part. aor. 2 к τίκτω.

Greek (Liddell-Scott)

τεκών: μετοχ. ἀορ. β΄ τοῦ τίκτω.

Greek Monotonic

τεκών: μτχ. αορ. βʹ του τίκτω.