τελαμωνία

English (LSJ)

ἡ, f.l. for στελμονία (q.v.) in Poll.5.55, 10.142 (in the latter place codd. AB have τελμονίαι).

Greek (Liddell-Scott)

τελᾰμωνία: ἡ, παρὰ Πολυδ. Ε΄, 55., Ι΄, 142 (ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ μετὰ διαφ. γραφ. τελμονίαι) διορθωτέον εἰς στελμονία (ὃ ἴδε).