τελεσίφρων

English (LSJ)

v. τελεσσίφρων.

German (Pape)

[Seite 1085] ονος, ὁ, ἡ, seinen Sinn, Vorsatz vollendend, ausführend, τελεσσίφρων μῆνις, Aesch. Ag. 700.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
βλ. τελεσσίφρων.