τελεσσίμορος

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που φέρνει τον θάνατο («τελεσσίμορος ἠώς» — η ημέρα του θανάτου, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + -μορος (< μόρος), πρβλ. ἀλεξί-μορος, με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].