τελεστός
English (LSJ)
τελεστή, τελεστόν, fulfilled, ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν dub. in IG22.4548.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. ἀτέλεσ-τος, ὀψιτέλεσ-τος. Η μαρτυρία του απλού τελεσ-τός είναι αμφίβολη].
German (Pape)
adj. verb. von τελέω, vollendet, eingeweiht, Sp.