Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τελωνοφύλακας
Greek Monolingual
ο, Ν υπάλληλος της τελωνοφυλακής. [ΕΤΥΜΟΛ.<τελώνης /τελωνείο+φύλαξ, -ακος. Η λ., στον λόγιο τ. τελωνοφύλαξ, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].