τελωνείο

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

το / τελωνεῖον, ΝΑ τελώνης
νεοελλ.
1. δημόσια υπηρεσία που επιβλέπει και επιμελείται την είσπραξη τών δασμών επί τών εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων
2. συνεκδ. ο τόπος ή το οίκημα όπου στεγάζεται η παραπάνω υπηρεσία
αρχ.
ο τόπος όπου πληρώνονταν τα τέλη, οι φόροι.