τερατούμαι

Greek Monolingual

-όομαι, Α τέρας, -ατος]
προσβλέπω κάποιον σαν να είναι κάτι το θαυμαστό, τον κοιτάζω απορημένος, με ανοιχτό το στόμα («οἱ δέ μιν ἠΰτε γλαῡκα πέρι σπιζοῑ, τερατοῦν το», Τίμων).