Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τερατούμαι
Greek Monolingual
-όομαι, Α τέρας, -ατος] προσβλέπω κάποιον σαν να είναικάτι το θαυμαστό, τον κοιτάζω απορημένος, με ανοιχτό το στόμα («οἱ δέ μιν ἠΰτε γλαῡκα πέρι σπιζοῑ, τερατοῦν
το», Τίμων).