τερύνης

English (LSJ)

τετριμμένος ὄνος, καὶ γέρων, ἢ δυσανάληπτος γέρων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1095] ὁ, s. das Folgde.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τετριμμένος ὄνος, καὶ γέρωνδυσανάληπτος γέρων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς «ασθενής, λεπτός» με έρρινο ένθημα και κατάλ. -ης (πρβλ. αρχ. ινδ. taruna-, αβεστ. tauruna- «νέος, λεπτός»)].