τεσσαρεσκαιδεκαέτις

Greek (Liddell-Scott)

τεσσαρεσκαιδεκαέτις: έτιδος, ἡ, θηλυκ. τοῦ προηγ., ἄχρι τῆς τεσσαρεσκαιδεκαέτιδος ἡλικίας Γαλην. τ. 6, σ. 60, 9.