τετάρπετο

English (LSJ)

τεταρπόμενος, τεταρπώμεσθα, v. τέρπω.

Greek (Liddell-Scott)

τετάρπετο: -πώμεσθα, -πόμενος, ἴδε ἐν λ. τέρπω.

English (Autenrieth)

see τέρπω.

Greek Monotonic

τετάρπετο: γʹ ενικ. με αναδιπλ. Παθ. αορ. βʹ του τέρπω· τεταρπώμεσθα, αʹ πληθ. υποτ. τεταρπόμενος, μτχ.