τετράγκων

English (LSJ)

ὄργανον πολεμικόν, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὄργανον πολεμικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀγκών, -ῶνος].