ἀγκών

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκών Medium diacritics: ἀγκών Low diacritics: αγκών Capitals: ΑΓΚΩΝ
Transliteration A: ankṓn Transliteration B: ankōn Transliteration C: agkon Beta Code: a)gkw/n

English (LSJ)

ἀγκῶνος, ὁ,
A bend of the arm, hence, elbow, ὀρθωθεὶς δ' ε'π' ἀγκῶνος Il.10.80; ἦ, καὶ ἐπ' ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν Od.14.494; ἀγκῶνα τυχὼν μέσον Il.5.582, cf. 20.479; ἀγκῶνι νύττειν = to nudge, Od.14.485, cf. Pl.Riv.132b; κροτεῖν τοῖς ἀγκῶσιν τὰς πλευράς D.54.9; prov., ἀγκῶνι ἀπομύττεσθαι = wipe one's nose with one's elbow, Bionap.D.L.4.46; ἐπ' ἀγκῶνος δειπνεῖν = dine on the elbow, of the attitude at meals, Luc.Lex.6.
2 arm, Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνειν Pi.N.5.42; ἐς δ' ὑγρὸν ἀγκῶνα . . προσπτύσσεται S.Ant.1237, etc.
3 bend in animals' legs, X.Cyn.4.1.
II any nook or bend, as the angle of a wall, ἀγκὼν τείχεος Il.16.702, cf. Hdt.1.180; bend, bay of a river, Id.2.99; ἕσπεροι ἀγκῶνες S.Aj.805; headlands which form a bay, Str.12.8.19; ἀγκῶνες κιθάρας ribs which support the horns of the cithara, Semus I, Hsch.; ends of stomach-bow, Hero Bel.78.4; arms of torsion-engine, Ph.Bel.53.40, al., HeroBel.81.9; cross-bar of same, Bito 49.12; arm of throne or chair, LXX 2 Ch.9.18, Cael.Aur. TP2.1; perhaps clamp, PPetr.3p.144.
2 kind of vase, Artem.1.74, cf. Sammelb.4292.
III prov., γλυκὺς ἀγκών used κατ' ἀντίφρασιν of a difficulty, Pl.Phdr.257d, Clearch.6; expl. by Sch.Pl. l. c., Zen.2.92, Ath.12.516a, from a long bend or reach in the Nile; but apptly. = παραγκάλισμα, thing to be embraced, treasure, Pl Com.178; also = ἀβρότονον, Dsc.3.24. (For the Root v. ἄγκος.)

Spanish (DGE)

ἀγκῶνος, ὁ
• Morfología: [dat. plu. ἀγκάσι Opp.H.2.315, AP 12.200 (Strat.)]
I anat.
1 codo χερμαδίῳ ἀγκῶνα τυχὼν μέσον Il.5.582, cf. 20.479, E.Cyc.563, Hp.Fract.3, Off.3, Herod.5.25, ἀγκῶνι νύττειν = dar un codazo, Od.14.485, cf. Pl.Amat.132b, D.54.9, ὀρθωθεὶς δ' ἐπ' ἀγκῶνος = apoyándose, incorporándose sobre el codo (el que está echado) Il.10.80, cf. Nonn.D.10.365, para comer o beber, Call.Fr.191.43, Luc.Lex.6.
2 ángulo o pliegue interno entre brazo y antebrazo ἦ καὶ ἐπ' ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν = dijo y levantó la cabeza por encima del brazo doblado (sobre el que prob. se apoyaba para dormir en el suelo) Od.14.494, τάμνειν χρὴ τὴν ἐν τῷ ἀγκῶνι φλέβα Hp.Acut.22, cf. Epid.3.17.8, para limpiarse los mocos, Bio Bor.1A.
3 brazo μέσην περὶ παῖδα βαλὼν ἀγκῶνα = echando a la joven el brazo a la cintura Thgn.265, ἐς δ' ὑγρὸν ἀγκῶνα προσπτύσσεται S.Ant.1237, πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη = (llevo) muchas rápidas flechas bajo el brazo Pi.O.2.83, ἦραν αὐτὴν τῶν ἀγκώνων = la cogieron por los brazos Herm.Vis.1.4.3, ἐμὲ ... δήσαντες τῶν ἀγκώνων PCair.Zen.659.6 (III d.C.)
fig. Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων Pi.N.5.42
brazo op. al antebrazo βραχίονος δὲ ὦμος, ἀγκών, ὠλέκρανον, πῆχυς, χείρ = el brazo consta de hombro, brazo, codo, antebrazo y mano Arist.HA 493b27, PA 688a3, καὶ οἷς βραχεῖς οἱ ἀγκῶνες καὶ μηροὶ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ = los que tienen los brazos cortos también por lo general tienen los muslos cortos Arist.HA 493b24.
4 codillo de los animales, X.Cyn.4.1.
II 1 esquina, rincón de la muralla ἀγκὼν τείχεος Il.16.702, cf. Hdt.1.180, ἀγκῶνα μέσον μακρόν Apollod.Poliorc.188.5.
2 ángulo, región, zona ἑσπέριοι ἀγκῶνες S.Ai.805, σπινθῆρι μεσημβρινὸς ἔζεεν ἀγκών Nonn.D.6.223.
3 plu. puntas de tierra que forman una bahía, Str.12.8.19.
4 recodo, meandro de ríos y canales ἀγκῶνα προσχώσαντα τὸ μὲν ἀρχαῖον ῥέεθρον ἀποξηρῆναι Hdt.2.99, cf. PTeb.826.64 (II a.C.), Sch.Pl.Phdr.257d, Zen.2.92 (para explicar γλυκὺς ἀγκών v. infra II 5)
dársena Sch.Ar.Ach.96a, PPetr.2.13(5).2.
5 γλυκὺς ἀγκών dulce rincón lugar donde fueron entregadas las mujeres lidias a los esclavos, Clearch.43a, b
fig. dicho por un viejo a una flautista ὦ γλυκὺς ἀγκών Pl.Com.195
como prov. c. el significado de decir lo contrario de lo que se piensa, expl. por el mismo Pl. como referencia a un peligroso recodo del Nilo llamado así por antífrasis, Pl.Phdr.257d, cf. Sch.Pl.Phdr.257d, Zen.Ath.2.102.
6 cima de un monte Fr.Lex.III.
7 ángulo del cartabón, Vitr.8.5.1.
III de ciertos objetos
1 brazo de un trono, LXX 2Pa.9.18, Cael.Aur.TP 2.1.46
soporte, abrazadera de los cuernos de la cítara, Nic.Al.562, Semus 1, Hsch.
de ciertas armas y máquinas de guerra, Ph.Bel.53.40, Hero Bel.81.7
plu. listones o codales en una máquina de ortopedia, Orib.49.4.9, 10.
2 vástago del pistón (en el órgano de agua), Vitr.10.8.1
grapa o abrazadera para sujetar una pieza de madera de una máquina de guerra, Vitr.10.15.4, Bito 49.11.
3 pértigo, lanza del carro PPetr.2.39h.4, 3.49.8 (ambos III a.C.).
4 arq. consola Vitr.4.6.4.
IV cierto vaso Artem.1.74, cf. tal vez PBrooklyn 84.6 (II/III d.C.).
V bot. abrótano macho, Artemisia abrotanum L., Dsc.3.24.
• Etimología: De *ank- ‘curvo’ < *H2o/enk-, cf. het. ḫenk- ‘doblar’, que se encuentra en gr. ἄγκος (cf. ὄγκος), lat. uncus y ancus, ai. añcati, aṅkás, het. ḫink- ‘inclinarse’; con diversos alargamientos, en gr. ἀγκών, ἀγκύλος, ἀγκάλη, ἄγκυρα, etc.

German (Pape)

[Seite 16] ῶνος, ὁ (vgl. ἄγκος), Ellnbogen, Armbug, ἀγκῶνα μέσον τυχών Il. 5, 582, κατὰ χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθεν 11, 252, ὀρθωθεὶς ἐπ' ἀγκῶνος 10, 80, ἐπ'ἀγκῶνος σχέθεν κεφαλήν Od. 14, 494, ἀγκῶνι νύξας 14, 485; – vgl. Luc. Lex. 6 ἐπ' ἀγκῶνος δειπνεῖν, auf den Ellnbogen gestützt essen; – ὑπ' ἀγκῶνος ἔνδον φαρέτρας Pind. Ol. 2, 91; Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι, = ἐν ἀγκάλαις, in den Armen, N. 5, 42; ähnl. Eur. ἐν ἀγκῶσι θῶμαι Suppl. 840; Soph. ἐς ὑγρὸν ἀγκῶνα παρθένῳ προσπτύσσεται, in den matten Arm, Ant. 1222. Übh. Biegung, z. B. τείχεος, der vorspringende Teilder Mauer, Il. 16, 702, wo Aristarch erklärte ὅτι ἀγκῶνος τῆς γωνίας λέγει, s. Aristonic. Scholl. – Her. 1, 180; Νείλου 2, 99; Soph. Ai. 792, von Bergschluchten; die alex. Dichter vielfach für Vorgebirge, Bucht, vgl. Plut. Them. 32. – Was γλυκὺς ἀγκών bei Plat. Phaedr. 257 d bedeute, war schon den Alten nicht recht klar; es scheint eine Art Euphemismus gewesen zu sein; s. Stallbaum zur St. u. Schol. Il. 16, 702.

French (Bailly abrégé)

ἀγκῶνος (ὁ) :
I. courbure du bras, coude, p. ext. bras;
II. courbure en gén.
1 retrait, angle d'un mur;
2 détour, sinuosité d'un fleuve;
3 coin de terre, région extrême.
Étymologie: R. Ἀγκ, être crochu, recourbé.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκών: ἀγκῶνος ὁ
1 локтевой сгиб, локоть: ὀρθωθεὶς ἐπ᾽ ἀγκῶνος Hom. приподнявшись на локте; ἐπ᾽ ἀγκῶνος δειπνεῖν Luc. кушать облокотившись;
2 рука; pl. объятия: Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων Pind. упав в объятия (богини) Нике, т. е. одержав победу; προσπτύσσεσθαί τινα ἐς ἀγκῶνα Soph. обнимать кого-л.;
3 излом, выступ (τείχεος Hom., Her.);
4 изгиб, излучина (Νείλου Her.): γλυκὺς ἀ. Plat. «сладкий поворот» (название краткого, но опасного пути по Нилу от Навкратиса до Мемфиса), перен. и ирон. опасный соблазн;
5 отрог (τοῦ ἀκροτηρίου Plut.);
6 край, конец: ἕσπεροι ἀγκῶνες Soph. западные области, запад.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκών: -ῶνος, ὁ, ἡ καμπή τοῦ βραχίονος, ὀρθωθεὶς δ’ ἐπ’ ἀγκῶνος, Ιλ. Κ. 80· ἦ, καὶ ἐπ’ ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν. Ὀδ. Ξ. 494· ἀγκῶνα τυχὼν μέσον, (ὁ ἄνθρωπος εἶχε στρέψῃ τά νῶτά του πρὶν ἢ κτυπηθῇ), Ἰλ. Ε. 582, πρβλ. Υ. 479· ἀγκῶνι νύττειν, ἐξαγκωνίζειν, τύπτειν διά τοῦ ἀγκῶνος, Ὀδ. Ξ. 485, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 257D· κροτεῖν τοῖς ἀγκῶσι, τὰς πλευράς, Δημ. 1259. 22· παροιμ. ἀγκῶνι ἀπομύττεσθαι, Βίων παρὰ Διογ. Λ. 4, 46· ἐπ’ ἀγκῶνος δειπνεῖν, cubito nixus, περὶ τοῦ τρόπου τοῦ ἀνακλίνεσθαι ἐν τοῖς δείπνοις, Λουκ. Λεξιφ. 6. 2) καθόλου, ὁ βραχίων, ὡς τὸ ἀγκάλη, ἀγκοίνη· νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνειν, Πινδ. Ν. 5. 76· ἐς δ’ ὑγρὸν ἀγκῶνα… προσπύσσεται, Σοφ. Ἀντ. 1237, κτλ. 3) ἡ καμπὴ ἐν τοῖς σκέλεσι τῶν ζώων, Ξενοφ. Κυν. 4. 1. ΙΙ. πᾶσα γωνία, πᾶσα καμπή, ὡς ἡ προέχουσα γωνία τείχους, ἀγκὼν τείχεος, Ἰλ. Π. 702, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 180· ἡ καμπὴ τοῦ ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 2. 99· οἱ ἕσπεροι ἀγκῶνες, ἐν Σοφ. Αἴ. 805 φαίνεται ὅτι σημαίνει τὴν δυτικὴν καμπὴν τοῦ ὅρμου τοῦ Ῥοιτείου παρὰ τὸ στόμιον τοῦ Σιμόεντος· ὡσαύτως ἡ προέχουσα ξηρά, ἥτις σχηματίζει κόλπον ἢ λιμένα, Στράβ. 580· ἀγκῶνες κιθάρας, οἱ πήχεις, οἵτινες συγκρατοῦσι τὰ κέρατα τῆς κιθάρας, Ἀθήν. 637C, Ἡσύχ. ΙΙΙ. Ἡ παροιμ. γλυκὺς ἀγκών, εἶναι ἐν χρήσει κατ’ ἀντίφρασιν, ἐπὶ δυσκολίας, ἢ ἔργου δυσχεροῦς. Πλάτ. Φαῖδρ. 257D, Ἀθήν. 516Α, καὶ λέγεται ὅτι ἔχει τὴν ἀρχὴν αὐτῆς ἔκ τινος μακρᾶς καμπῆς τοῦ Νείλου, ὅρα Παροιμιογράφ. καὶ τὰς ἑρμηνείας ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις. Ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. κωμ. ἐν «Φάωνι» 4· γλυκὺς ἀγκών, φαίνεται σημαίνων παραγκάλισμα, πρᾶγμα ἄξιον ἐναγκαλισμοῦ, τιμαλφές τι. (Περὶ τῆς ῥίζης ὅρα ἄγκος).

English (Autenrieth)

elbow; τείχεος, ‘corner’ of the wall, Il. 16.702.

English (Slater)

ἀγκών bent arm πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν (O. 2.83) Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων (N. 5.42)

Greek Monotonic

ἀγκών: -ῶνος, ὁ (ἄγκος),
I. 1. κλείδωση βραχίονα, αγκώνας, σε Όμηρ.
2. γενικά, χέρι, βραχίονας, όπως το ἀγκάλη, σε Πίνδ., Σοφ.
II. κάθε γωνία, όπως η προεξέχουσα γωνία τείχους, σε Ομήρ. Ιλ.· καμπή ή έκταση ποταμού, σε Ηρόδ.· ἕσπεροι ἀγκῶνες, στο Σοφ., φαίνεται ότι σημαίνει τη δυτική καμπή του όρμου του Ροιτείου κοντά στο στόμιο του Σιμόεντος.

Middle Liddell

ἄγκος
I. the bend of the arm, the elbow, Hom.
2. generally the arm, like ἀγκάλη, Pind., Soph.
II. any bend, as the jutting angle of a wall, Il.: the bend or reach of a river, Hdt.; ἕσπεροι ἄγκωνες, in Soph., seem to be the angle of the bay of Rhoeteium.

English (Woodhouse)

angle, bend, curve

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καμπή τοῦ βραχίονα). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἄγκος.

Translations

elbow

Abkhaz: а-машьхәылҵ; Afar: sucúl, cusul; Afrikaans: elmboog; Albanian: bërryl; Amharic: ክርን; Arabic: كُوع‎, مِرْفَق‎; Egyptian Arabic: كوع‎; Hijazi Arabic: كوع‎; Iraqi Arabic: عكس‎; Moroccan Arabic: مرفق‎, كوع‎; Aragonese: codo; Armenian: արմունկ; Old Armenian: արմուկն; Aromanian: cot; Ashkun: ořiŋ; Assamese: কিলাকুটি, কিল; Asturian: coldu; Avar: гӏункӏрукъ; Aymara: mujlli; Azerbaijani: dirsək; Bashkir: терһәк, сығанаҡ; Basque: ukondo; Bats: ოლოკ; Bau Bidayuh: siku; Belarusian: локаць; Bengali: বাঁক, মোড়; Breton: ilin; Buginese: siku; Bulgarian: лакът; Burmese: တံတောင်; Catalan: colze; Cebuano: siko; Central Melanau: basikou; Chamicuro: takolo; Chechen: гола; Chichewa: gongono; Chinese Mandarin: 肘, 肘部, 胳膊肘兒/胳膊肘儿, 胳膊肘子; Coptic: ⲕⲱⲓ; Cornish: elin, elyn; Czech: loket; Danish: albue; Dhivehi: އުޅަބޮށި‎; Dutch: elleboog; Esperanto: kubuto; Estonian: küünarnukk; Even: ечэн; Evenki: ичэн; Faroese: albogi; Finnish: kyynärnivel, kyynärpää; French: coude; Friulian: comedon; Galician: cóbado, cotobelo, cotomelo, coldo; Georgian: იდაყვი; German: Ellbogen; Greek: αγκώνας, ωλένη; Ancient Greek: ἀγκών, ὠλένη; Haitian Creole: koud; Hebrew: מַרְפֵּק‎; Higaonon: siku; Hiligaynon: siko; Hindi: कुहनी; Hungarian: könyök; Icelandic: olnbogi; Ido: kudo; Ilocano: siko; Indonesian: siku; Ingush: пхьарса гола, гола; Interlingua: cubito; Inuktitut: ᐁᑯᓯᒃ, ᐃᑯᓯᒃ; Irish: uillinn; Istriot: cumio; Italian: gomito; Ivatan: sichu; Japanese: 肘; Javanese: sikut; Kabuverdianu: kutubélu; Kamkata-viri: āřa; Kapampangan: siku; Kazakh: шынтақ; Khmer: កែង, ដុំដៃ, កែងដៃ; Kikai: 肘; Kikuyu: kĩgokora; Komi-Permyak: гырддза; Korean: 팔꿈치; Kunigami: 肘; Kurdish Central Kurdish: ئانیشک‎; Northern Kurdish: enîşk, aren aren, enîşk; Kyrgyz: чыканак; Ladin: cumedon; Lao: ສອກ; Latgalian: alkiune; Latin: cubitum, cubitus, ulna; Latvian: elkonis; Laz: დუყუ; Ligurian: gommio; Limburgish: èllebaog; Lithuanian: alkūnė; Lombard: gombet; Low German: Ellbaag; Lü: ᦉᦸᧅ, ᦉᦸᧅᧈ; Luxembourgish: Ielebou; Macedonian: лакт; Maguindanao: siku; Makasar: jiku; Malay: siku; Manchu: ᠮᠠᠶᠠᠨ; Mandinka: nonkoŋo; Mansaka: siko; Manx: uillin; Maori: tuke; Maranao: siko; Mari Eastern Mari: кынервуй; Western Mari: кӹнервуй; Minangkabau: siku; Mingrelian: დუჸი; Miyako: 肘; Mongolian: тохой; Nahuatl: moliktli; Nanai: хуйчэн; Navajo: achʼoozhlaaʼ; Nepali: कुहिनो; Nivkh: тоӈӄ; Norman: coute; North Frisian Föhr: eelemböög; Northern Amami-Oshima: 肘; Northern Sotho: setšu; Northern Norwegian Bokmål: albue; Nynorsk: olboge; O'odham: sihsh; Occitan: coide; Ojibwe: indooskwan; Oki-No-Erabu: 肘; Okinawan: 肘; Old Church Slavonic Cyrillic: лакъть; Old East Slavic: локъть, лакъть; Old English: elnboga; Old Javanese: siku; Old Prussian: alkūns; Oromo: ciqilee; Ossetian: рӕмбын; Ottoman Turkish: دیرسك‎, مرفق‎; Pangasinan: siko; Pashto: څنګل‎; Pennsylvania German: Ellboge; Persian: آرنج‎; Piedmontese: gomo; Plains Cree: tôskwan; Plautdietsch: Alboagen; Polabian: lüťit; Polish: łokieć; Portuguese: cotovelo; Prasuni: vuẓo; Romagnol: gòmt; Romani: कुनी; Romanian: cot; Romansch: cumbel, cundun, combel, chandun; Russian: локоть; Rwanda-Rundi: inkokora; Saho: xullufta; Sami Inari: käŋŋir; Northern: gardnjil, gargŋil, gaigŋir; Skolt: kõõnjâr; Samoan: tualima; Sanskrit: कूर्पर; Sardinian: cuidu, cuitu, cúvidu, guidu, cuidale, coidale; Scots: elbae; Hawick Scots: elbi; Scottish Gaelic: uileann; Sebop: cikun; Serbo-Croatian Cyrillic: ла̏кат; Roman: lȁkat; Sherpa: གྲེ་མུང; Sicilian: gùvitu, ùvitu; Sinhalese: වැලමිට; Slovak: lakeť; Slovene: komolec; Somali: suxul; Sorbian Lower Sorbian: łokś; Upper Sorbian: łochć; Sotho: setswe; Southern Amami-Oshima: 肘; Southern Spanish: codo; Sudovian: alkunas; Svan: უღუ̂ნა; Swahili: kisugudi, kiwiko; Swedish: armbåge; Tagalog: sìko; Tai Tai Tajik: оринҷ; Tamil: முழங்கை; Tarantino: gomite; Tarifit: taɣmart; Tatar: терсәк; Tausug: siku; Telugu: మోచేయి; Tetum: sikun; Thai: ข้อศอก, ศอก; Tibetan: གྲུ་མོ; Tigrinya: ኩርናዕ; Tok Pisin: skru, skru bilong han; Toku-No-Shima: 肘; Tongan: tui'inima; Tooro: enkokera; Turkish: dirsek; Turkmen: tirsek; Udi: сун; Udmurt: гырпум; Ukrainian: лі́коть; Urdu: کہنی‎; Uyghur: جەينەك‎; Uzbek: tirsak; Venetian: gùmio, gòmio, gòmbio, comio, comet; Vietnamese: khuỷu tay; Vilamovian: ełböga; Volapük: kubit; Waigali: avřa; Walloon: keute, cotiron; Welsh: penelin; West Frisian: earmtakke; White Hmong: luj tshib; Winnebago: aišak; Wiradhuri: ngunha; Wolof: cóñcó; Xhosa: ingqiniba; Yaeyama: 肘; Yakan: siku; Yiddish: עלנבויגן‎; Yonaguni: 肘; Yoron: 肘; Yucatec Maya: kuuk; Zazaki: bazî, bazı; Zhuang: gencueg, genfwngz, doegsok

treasure

Afrikaans: skat; Albanian: thesar; Arabic: كَنْز‎; Egyptian Arabic: كنز‎; South Levantine Arabic: كنز‎; Hijazi Arabic: كَنْز‎; Aragonese: tresoro; Armenian: գանձ; Azerbaijani: xəzinə; Bashkir: хазина; Basque: altxor; Belarusian: скарб; Bengali: সম্পদ; Bulgarian: съкровище, драгоценност; Burmese: ရတနာ; Catalan: tresor; Cebuano: bahandi; Chinese Mandarin: 珍寶/珍宝, 寶藏/宝藏, 金銀財寶/金银财宝, 財富/财富; Czech: poklad; Danish: skat; Dutch: schat; Esperanto: trezoro; Estonian: aare; Finnish: aarre; French: trésor; Galician: tesouro; Georgian: განძი, საგანძური; German: Schatz; Gothic: 𐌷𐌿𐌶𐌳; Greek: θησαυρός; Ancient Greek: ἀγκών, γάζα, θέμα, θησαύρισμα, θησαυρός, κειμήλιον, παραγκάλισμα, πλοῦτος, χρυσών; Hebrew: אוֹצָר‎; Higaonon: bahandi; Hindi: ख़िज़ाना; Hungarian: kincs; Icelandic: fjársjóður; Ido: trezoro; Indonesian: harta; Irish: taisce; Italian: tesoro; Japanese: 宝, 宝物; Kazakh: қазына; Khmer: កំណប់; Korean: 보물(寶物), 보배; Kyrgyz: кенч; Lao: ສົມບັດ, ຊັບສົມບັດ; Latin: thesaurus; Latvian: dārgums; Lezgi: хазина; Lithuanian: lobis; Macedonian: богатство, благо; Malagasy: harena; Malay: khazanah; Maori: taonga, puiaki, puipuiaki; Middle English: tresour, garisoun, gersom; Mingrelian: განძი; Mongolian Cyrillic: баялаг; Norwegian: skatt; Occitan: tresaur; Old English: goldhord; Ossetian: хӕзна; Pashto: خزانه‎, کونډال‎, ګنجينه‎; Persian: گنجینه‎, گنج‎; Plautdietsch: Schauz; Polish: skarb; Portuguese: tesouro; Romanian: comoară, tezaur; Russian: сокровище, драгоценность, клад; Samoan: ʻoloa; Sanskrit: कोश; Scottish Gaelic: ionmhas; Serbo-Croatian Cyrillic: бла̑го, драго̀цено̄ст, драго̀цјено̄ст; Roman: blȃgo, dragòcenōst, dragòcjenōst; Slovak: poklad; Slovene: zaklad; Spanish: tesoro; Swedish: skatt, rikedom; Tagalog: kayamunan; Tajik: ганҷ, ҷавохирот; Tatar: хәзинә; Thai: สมบัติ; Turkish: hazine, define; Turkmen: hazyna; Ukrainian: скарб; Urdu: خزانہ‎; Uyghur: خەزىنە‎; Uzbek: xazina; Vietnamese: kho báu, châu báu; Volapük: div; Walloon: trezôr; Welsh: trysor, amguedd, amgueddau; Yiddish: אוצר‎; Zazaki: xazina, define