τετράδερμα

English (LSJ)

-ατος, τό, leather mattress, ground sheet (cf. CR47.211), POxy.1294.4 (ii/iii A.D.), Dura4155 (iii A.D.), restored in PSI6.678 (iii B.C.); τεράδερμον, = segestrum, Glossaria.

Greek Monolingual

τὸ, Α
δερμάτινο στρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + δέρμα].