τετράδους

Greek Monolingual

-οντος, ο, Ν
γένος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetraodon < τετρ(α)- + ὀδών / ὀδούς, ὀδόντος «δόντι»].