τετράειδον, compound of four ingredients (εἴδη), Aët.8.61, Phlp. in GC269.34; written τετράϊδον in Cyran.22: cf. ἑξάειδος, ἑπτάειδος, τρίειδος.
-ον, ΜΑαυτός που αποτελείται από τέσσερα συστατικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + εἶδος (πρβλ. ἑπτάειδος)].