τετράζυξ

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ, τετράζυγος (four-yoked, fourfold) ib.7.6, 12.169.

German (Pape)

[Seite 1097] υγος, ὁ, ἡ, = τετράζυγος; κόσμος, Nonn. D. 12, 170.

Greek (Liddell-Scott)

τετράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = τετράζυγος, Νόνν. Δ. 7. 6.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, Α
τετράζυγος
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. τίζυξ].