τετράκι

English (LSJ)

post-Hom. for τετράκις.


English (Slater)

τετράκι, (ς) four times κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων (O. 7.81) ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (Er. Schmid: τετράκις codd.) (N. 7.104) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις (N. 10.42)

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. τετράκις.

Russian (Dvoretsky)

τετράκῐ: (ᾰ) adv. Pind. = τετράκις.

German (Pape)

τετράκις.