τετράκιν

English (LSJ)

v. τετράκις, IG 5(1).213.9 (Sparta, v BC).

Greek (Liddell-Scott)

τετράκιν: τετράκις, ἴδε ὀκτάκιν ἐν Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. τετράκις.